μεζελίκι

μεζελίκι
τό
1) изысканная закуска, деликатес; 2) πλ. закуски

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεζελίκι" в других словарях:

  • μεζελίκι — και μεζεκλίκι, το 1. εκλεκτός μεζές 2. στον πληθ. καθετί το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μεζές («κρασί με διάφορα μεζελίκια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mezelik] …   Dictionary of Greek

  • μεζελίκι — το ιού, και μεζεκλίκι, το ιού (λ. τουρκ.) 1. εκλεκτός μεζές. 2. φρ., «τα μεζελίκια», καθετί που σερβίρεται για μεζές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • mezel — MEZÉL, mezeluri, s.n. (Mai ales la pl.) Nume generic dat mai multor preparate alimentare din carne, de tipul salamului. – Din tc. meze. Trimis de LauraGellner, 29.05.2004. Sursa: DEX 98  mezél s. n., pl. mezéluri Trimis de siveco, 10.08.2004.… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»